ἀναλγησία

ἀναλγησία
ἀναλγησία, ,
A want of feeling, insensibility, Democr.193, D.18.35, Arist.EN1100b32, Ph.2.318.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀναλγησία — ἀναλγησίᾱ , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc/acc dual ἀναλγησίᾱ , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγησίᾳ — ἀναλγησίαι , ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc pl ἀναλγησίᾱͅ , ἀναλγησία want of feeling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλγησία — η (Α ἀναλγησία) [ἀνάλγητος] έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο νεοελλ. 1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια αρχ. αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα …   Dictionary of Greek

  • αναλγησία — η 1. απονιά, αδιαφορία: Η αναλγησία του ανθρώπου αυτού είναι πολύ γνωστή. 2. (ιατρ.), έλλειψη αισθήματος του άλγους, του πόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλγησίας — ἀναλγησίᾱς , ἀναλγησία want of feeling fem acc pl ἀναλγησίᾱς , ἀναλγησία want of feeling fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγησίαι — ἀναλγησία want of feeling fem nom/voc pl ἀναλγησίᾱͅ , ἀναλγησία want of feeling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγησίαν — ἀναλγησίᾱν , ἀναλγησία want of feeling fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλγησίης — ἀναλγησία want of feeling fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • непоболѣньѥ — НЕПОБОЛѢНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Бесчувственность, немилосердие: а намъ иже на сусѣ iзбыточное безъ ѹспѣха. и недостаточное недомыслено не имущимъ ˫ако ѹстроити что. будущихъ и не будущи(х) принесемъ. и еже злѣе ѥсть в таковы(х) имущи(х) непоболѣнье и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • analgesia — (Del gr. analgesia < an, privativo + algos, dolor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Supresión o ausencia de toda sensación dolorosa. * * * analgesia (del gr. «analgēsía») f. Med. Inexistencia de sensaciones dolorosas, aunque exista causa… …   Enciclopedia Universal

  • αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”